προσαρτήσει

προσαρτήσει
προσάρτησις
attachment
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
προσαρτήσεϊ , προσάρτησις
attachment
fem dat sg (epic)
προσάρτησις
attachment
fem dat sg (attic ionic)
προσαρτάω
fasten
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
προσαρτάω
fasten
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
προσαρτάω
fasten
fut ind act 3rd sg (attic ionic)
προσαρτάω
fasten
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
προσαρτάω
fasten
fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
προσαρτάω
fasten
fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
προσᾱρτήσει , προσαρτάω
fasten
futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
προσᾱρτήσει , προσαρτάω
fasten
futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • φιλοποίμην — (Μεγαλόπολη περ. 252 π.Χ. – Μεσσηνία 184 π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας εναντίον του Κλεομένη Γ’ (222 π.Χ.) και το 208 π.Χ. νίκησε στη Μαντίνεια τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα. Επανεξελέγη στρατηγός …   Dictionary of Greek

  • Άκοβα — I Μεσαιωνική τοποθεσία στην κοιλάδα του Λάδωνα, στη δυτική Πελοπόννησο. Στην περίοδο της φραγκοκρατίας αποτέλεσε κέντρο της βαρονίας της Ά. –μία από τις 12 βαρονίες του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας– με πρώτο βαρόνο τον Γκοτιέ ντε Ροζιέρ. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Αλπ Αρσλάν — (1029 – 1072). Δεύτερος σουλτάνος (1059 72) της τουρκικής δυναστείας των Σελτζουκιδών της Περσίας, δισέγγονος του ιδρυτή της Σελτζούκ και ανιψιός του πρώτου σουλτάνου του κράτους, Τογρούλ μπέη. Το πλήρες όνομά του ήταν Μεχμέτ μπιν Νταούτ (ή… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”